*Αποστολή σε 2-4 εργάσιμες μέρες
Τιμή Λεμόνι: 7,55 €
Αρχές και μεγάλες ιδέες για τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών
"Principle and Big Ideas of Science Education" (Πρωτότυπος τίτλος στα αγγλικά)
Συγγραφή: · Derek Bell
Derek Bell
Ο καθηγητής Derek Bell είναι Διευθυντής του Τμήματος Εκπαίδευσης του Ερευνητικού Ιδρύματος Wellcome Trust, στην Αγγλία. Εργάστηκε σε διάφορες θέσεις σε σχολεία και κολέγια της Αγγλίας και για ένα διάστημα εξήμισυ ετών διετέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος στην Ένωση για τη Διδασκαλία της Επιστήμης (ASE). Τον Ιούλιο του 2007, το Κολέγιο των Εκπαιδευτικών του απένειμε τον ειδικό τίτλο του Καθηγητή. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του εκδήλωσε έντονο και ενεργό ενδιαφέρον για τη βελτίωση της διδασκαλίας και της μάθησης στην επιστήμη και για τη διερεύνηση μεθόδων που θα βοηθήσουν τα παιδιά να αναπτύξουν την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει. Υπήρξε μέλος της ομάδας μελέτης SPACE (Science Process and Concept Exploration - Επιστημονικές Διαδικασίες και Διερεύνηση Εννοιών) κατά τη δεκαετία του 1980 και συντονιστής στο Επιστημονικό Πρόγραμμα του Ιδρύματος Nuffield για την αναμόρφωση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το οποίο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας SPACE. Τα ενδιαφέροντα της έρευνάς του περιλαμβάνουν την κατανόηση της επιστήμης από τα παιδιά και ειδικά αυτά που έχουν μαθησιακές δυσκολίες. Οι έρευνές του σχετικά με την εποπτεία της διδακτέας ύλης και τον ρόλο του επιστημονικού συντονιστή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνονται στο σύγγραμμα: "Towards effective subject leadership in the primary school" το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999 από το ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Μ. Βρετανίας (Open University Press). Ο Derek Bell έχει αναλάβει ένα ευρύ φάσμα συμβουλευτικών θέσεων στη Μεγάλη Βρετανία και το εξωτερικό και έχει υπάρξει μέλος διαφόρων ομάδων εμπειρογνωμόνων/συμβούλων σε επιτροπές, συμπεριλαμβανομένων των επιτροπών STEM High Level Strategy Group (Ομάδα Στρατηγικής Υψηλού Επιπέδου), της ομάδας του Εθνικού Συντονισμού για το Εθνικό δίκτυο των Κέντρων Επιστημονικής Μάθησης, της Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής WISE και του Φόρουμ Επιστημονικής Εκπαίδευσης Astra-Zeneca. Επί του παρόντος, είναι μέλος του διοικητικού Συμβουλίου Μηχανικής Τεχνολογίας (Engineering Technology Board(ETB) και του STEMNET. Έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βελτίωση των διασυνδέσεων ανάμεσα στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη μηχανολογία και τα μαθηματικά, διαμέσου νέων και ήδη υπαρχόντων διακλαδικών συνεργασιών, στα πλαίσια των τομέων της εκπαίδευσης, της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Rosa Devés
Η Καθηγήτρια Rosa Deves, είναι Κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο της Χιλής, και από το 2003 αποτελεί μέλος της Χιλιανής Ακαδημίας Επιστημών. Είναι απόφοιτος της Βιοχημείας (1974) του Πανεπιστημίου της Χιλής. Υποστήριξε τη Διδακτορική Διατριβή της στη Βιοχημεία, στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο, στον Καναδά. Το 1980 προσλήφθηκε στο τμήμα Φυσιολογίας και Βιοφυσικής, στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χιλής. Διδάσκει σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο κυτταρική φυσιολογία και φυσικοχημεία και έχει συμμετάσχει ενεργά στην ανάπτυξη της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης και της ίδρυσης ενός σημαντικού διδακτορικού προγράμματος στις Βιοϊατρικές Επιστήμες, στο οποίο υπήρξε διευθυντής για δύο περιόδους των πέντε ετών. Υπήρξε επίσης Διευθυντής των Πτυχιακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Χιλής στο Σαντιάγκο. Το 2000, η ομάδα Σχολικού Προγραμματισμού του Αναλυτικού Προγράμματος και Αξιολόγησης του Υπουργείου Παιδείας τής ανέθεσε τον συντονισμό των επιστημονικών ομάδων που θα επεξεργάζονταν το νέο αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα της χώρας. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την εμπλοκή της στη σχολική εκπαίδευση, ενώ συνέχισε παράλληλα να εργάζεται στο πανεπιστήμιο. Το 2002, έλαβε γνώση του προγράμματος σχετικά με τη διερευνητική μάθηση στην εκπαίδευση στις επιστήμες, το οποίο υποστηριζόταν από το Κέντρο Εθνικών Επιστημονικών Πόρων των ΗΠΑ. Έτσι, σε συνεργασία με τον Jorge Allende συγκρότησαν το (ECBI) Πρόγραμμα Επιστημονικής Εκπαίδευσης, το οποίο ξεκίνησε αρχικά να υλοποιείται σε έξι δημόσια σχολεία, στα οποία φοιτούσαν 1000 περίπου μαθητές. Από τότε το πρόγραμμα επεκτάθηκε έτσι ώστε σήμερα να συμπεριλαμβάνει 250 σχολεία που συνεργάζονται με δώδεκα Πανεπιστήμια της Χιλής, με το Υπουργείο Παιδείας και την Ακαδημία Επιστημών, σε όλες τις επαρχίες της χώρας, με στόχο να προσφέρουν υψηλής ποιότητας επιστημονική εκπαίδευση σε όλους τους μαθητές.
Hubert Dyasi
Ο Hubert M.Dyasi, είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος καθηγητής στο πεδίο της Εκπαίδευσης των Φυσικών Επιστημών, με ειδικότητα την επαγγελματική κατάρτιση των εκπαιδευτικών που έχουν ως αντικείμενο τις επιστήμες. Υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο πεδίο της Εκπαίδευσης στις Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Illinois. Έχει διδάξει σε προπτυχιακό και πτυχιακό επίπεδο στην Εκπαίδευση των Φυσικών Επιστημών και έχει εποπτεύσει εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Κατά την περίοδο 1966-1970 ως μέλος του επιστημονικού προσωπικού του κολεγίου του πανεπιστημίου Njala, το οποίο ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Σιέρρα Λεόνε (Δυτική Αφρική) υπήρξε Διευθύνων Σύμβουλος του Αφρικανικού Αναλυτικού Προγράμματος της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης καθώς και του Προγράμματος για την Επιστημονική Εκπαίδευση για την Αφρική, κατά την περίοδο 1970-1983, το οποίο εφαρμοζόταν σε όλη σχεδόν την υπο-Σαχάρια Αφρική. Από το 1984 έως το 2004 υπήρξε διευθυντής στο City College Workshop Centre στη Νέα Υόρκη, εξελίσσοντάς το σε έναν εξόχως σεβαστό Οργανισμό σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Παράλληλα με το έργο του στη διεύθυνση προγραμμάτων επιστημονικής εκπαίδευσης που προορίζονται για εκπαιδευτικούς σχολείων της περιφέρειας της Νέας Υόρκης, έχει συνεργαστεί με το Εκπαιδευτικό Τμήμα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και πανεθνικά με σχολεία και σχολικές περιφέρειες, για την ανάπτυξη προγραμμάτων επιστημονικής εκπαίδευσης, με στόχο την εφαρμογή στην επιστημονική εκπαίδευση της διερευνητικής προσέγγισης στη σχολική τάξη. Έχει υπάρξει μέλος πολλών συμβουλευτικών επιτροπών και σύμβουλος για τη διδασκαλία και μάθηση της επιστήμης και έχει υπηρετήσει σε διάφορα συμβούλια και ομάδες επισκεπτών του Εθνικού Επιστημονικού Ιδρύματος. Στις ακαδημαϊκές του περγαμηνές συμπεριλαμβάνονται: Επισκέπτης Καθηγητής του Κολεγίου All Souls και Ακαδημαϊκός Επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας, Καθηγητής του Εθνικού Ινστιτούτου για την Επιστημονική Εκπαίδευση, μέλος της Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας για την Επιστημονική Εκπαίδευση Κ-12. Το 2005 τιμήθηκε με το Βραβείο Διακεκριμένου Εκπαιδευτικού Έργου (Exploratorium's Outstanding Educator Award) και το 2008 με το βραβείο για Εξέχουσα Προσφορά στην Επιστήμη από τον Εθνικό Σύλλογο Επιστημονικών Εκπαιδευτικών. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει κείμενα προσωπικά και σε συνεργασία σε διάφορα βιβλία όπως τα εξής: "Linking Science & Literacy in the K-8 Classroom" (Διασύνδεση Επιστήμης και Εγγραματισμού στη Κ-8 Σχολική Τάξη), (2006), "America's Lab report" (Έκθεση του Αμερικανικού Εργαστηρίου), (2005), "Teaching Science in the 21st Century" (Διδασκαλία της Επιστήμης τον 21ο Αιώνα), (2005), "Designing Professional Development for Teachers of Science and Mathematicsm" (Σχεδιασμός Επαγγελματικής Κατάρτισης για Εκπαιδευτικούς της Επιστήμης και Μαθηματικών), (2003), "The National Science Education Standards" (Τα Εθνικά Πρότυπα για την Επιστημονική Εκπαίδευση), (1996), "Inquiry and the National Science Education Standards: A Guide for Teaching and Learning" (Έρευνα και Εθνικά Πρότυπα Επιστημονικής Εκπαίδευσης: Ένας Οδηγός για Διδασκαλία και Μάθηση), (2000).
Guillermo Fernández De la Garza
Ο Guillermo Fernandez de la Garza, είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Διοικητικό Στέλεχος του Ιδρύματος για την Επιστήμη των Ηνωμένων Πολιτειών του Μεξικού (FUMEC), έναν επιχορηγούμενο, μη κερδοσκοπικό οργανισμό που χρηματοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις κυβερνήσεις του Μεξικού. Στον εν λόγω οργανισμό (FUMEC) έχει εργαστεί στον τομέα της ανάπτυξης διακρατικών περιφερειακών καινοτόμων ομάδων, σε κλάδους όπως η αεροδιαστημική, η ITC (International Trade Commission) και οι προωθημένες κατασκευές, καθώς και στην ενίσχυση των καινοτομιών στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις. Σπούδασε στο τμήμα της Μηχανολογίας και Φυσικής στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού. Έχει δίπλωμα Μsc από το τμήμα Οικονομικών και Μηχανικής από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, και ολοκλήρωσε ανώτατες σπουδές στην Πυρηνική Μηχανική και τη Διοίκηση Επιχειρήσεων (IPN και IPADE). Έχει εργαστεί σε καινοτόμα προγράμματα στη βιομηχανία, σε πανεπιστήμια και στην κυβέρνηση. Ο Guillermo Fernandez de la Garza έχει συμβάλλει ιδιαίτερα στη διάδοση της επιστήμης και της επιστημονικής εκπαίδευσης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Μεξικανικής Εταιρίας για την Εκλαΐκευση και Διάδοση της Επιστήμης και της Τεχνολογίας (SOMEDICYT) και συντονιστής μιας ομάδας επιστημόνων, εκπαιδευτικών και επιχειρηματικών ηγετών που ίδρυσαν το CHISPA - ένα μηνιαίο επιστημονικό περιοδικό για μαθητές, το οποίο εκδιδόταν στο Μεξικό από το 1978 έως το 1998. Το περιοδικό αυτό κέρδισε πολλά βραβεία στο Μεξικό αλλά και διεθνώς. Ακόμη και σήμερα επιλογές άρθρων του συγκεκριμένου περιοδικού διανέμονται από το Υπουργείο Παιδείας του Μεξικού. Οι Συναντήσεις μαθητών και επιστημόνων που οργάνωνε το CHISPA εξελίχτηκαν στο πρόγραμμα "Σάββατα και Κυριακές με Επιστήμη", που το διαχειρίζεται η Ακαδημία Επιστημών του Μεξικού. Οργάνωσε από κοινού με το Υπουργείο Παιδείας και την Ακαδημία Επιστημών, το πρόγραμμα των δοκιμαστικών δεξιοτήτων, του αναλυτικού σχολικού προγράμματος του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Πόρων στο Μεξικό, με τον τίτλο Επιστήμη και Τεχνολογία για Παιδιά. Το 2002, με την υποστήριξη του Ιδρύματος FUMEC, έθεσε σε εφαρμογή τη δημιουργία ενός μη κερδοσκοπικού κρατικού οργανισμού του INNOVEC, (Καινοτομία στην Επιστημονική Εκπαίδευση), του οποίου ο ρόλος υπήρξε λειτουργικός για την εφαρμογή των συστημάτων Επιστημονικής Εκπαίδευσης βασισμένης στη Διερεύνηση, στη δημόσια εκπαίδευση στο Μεξικό. Επί του παρόντος ο οργανισμός INNOVEC έχει συνάψει συμφωνίες με το Υπουργείο Παιδείας του Μεξικού και 10 πολιτειακές Κυβερνήσεις, με σκοπό να εφαρμόσουν τη διερευνητική προσέγγιση της εκπαίδευσης σε περισσότερα από 300.000 παιδιά, οργανώνοντας διεθνείς συσκέψεις, εργαστήρια, εκπαιδευτικά και συμβουλευτικά προγράμματα για εκπαιδευτικούς, παιδαγωγικούς συμβούλους και εκπαιδευτικές αρχές. Ο Guillermo τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο Purka, που απονέμει η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών και η Σχολή Μεταλλειολογίας του Saint Etienne για τις καινοτόμες πρακτικές στην επιστημονική εκπαίδευση.
Wynne Harlen
Η Καθηγήτρια Wynne Harlen μετά την αποφοίτησή της από το Φυσικό τμήμα της Οξφόρδης, κατείχε διάφορες θέσεις ως εκπαιδευτικός, ως σύμβουλος Εκπαίδευσης και ως Ερευνήτρια στην επιστημονική εκπαίδευση και αξιολόγηση. Το 1985, το έτος που αποτέλεσε την αφετηρία για την εισαγωγή της Επιστήμης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, ανέλαβε τη θέση της Καθηγήτριας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας της γραμματείας του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιστήμη, η οποία εισήγαγε το πρώτο προσχέδιο του Εθνικού Αγγλικού αναλυτικού σχολικού Προγράμματος. Το ίδρυμα Gatsby της προσέφερε γενναία χρηματική επιχορήγηση, με σκοπό να δημιουργήσει στο Λίβερπουλ ένα Κέντρο για την Έρευνα και Ανάπτυξη της Επιστήμης της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το οποίο εξακολουθεί να είναι ενεργό. Υπήρξε υπεύθυνη διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων, σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση και την αναμόρφωση και ανάπτυξη των αναλυτικών προγραμμάτων. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και το κοινό πρόγραμμα του Λίβερπουλ και του King's, SPACE (Επιστημονικές Διαδικασίες και Διερεύνηση Εννοιών), στο οποίο συνεργάζεται με τον Paul Black, στο οποίο βασίστηκε η έκθεση της έρευνας SPACE και το εκπαιδευτικό υλικό για την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Επιστήμη του ιδρύματος Nuffield. Το 1990 μετακινήθηκε στο Εδιμβούργο, όπου προσλήφθηκε ως Διευθύντρια του Συμβουλίου για την Έρευνα στην Εκπαίδευση, της Σκωτίας. Από το 1999 είναι επισκέπτης Καθηγήτρια της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται στην πατρίδα της τη Σκωτία. Η Wynne Harlen έχει υπάρξει επί μακρόν μέλος (τώρα πια ως επίτιμο μέλος), του Οργανισμού για την Επιστημονική Εκπαίδευση του Ηνωμένου Βασιλείου (ASE), ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση του περιοδικού ''Primary Science Review'' για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (1999-2004), και του οποίου ήταν η Πρόεδρος το 2009. Υπήρξε πρόεδρος της Επιστημονικής Ομάδας Εμπειρογνωμόνων, (1998-2003) για τον διεθνή διαγωνισμό PISA, (Program International of Students Assessment) του ΟΟΣΑ (OECD) και της ομάδας εργασίας της Βασιλικής Εταιρείας στο πρόγραμμα (Εθνική Αναφορά για την Επιστημονική και Μαθηματική Εκπαίδευση 5-14). Επί του παρόντος, είναι πρόεδρος στο πρόγραμμα Εκπαίδευσης της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Ακαδημιών της Επιστήμης. Το 1991, η Βασίλισσα της Αγγλίας της απένειμε το βραβείο OBE για τις υπηρεσίες της στην εκπαίδευση και της δόθηκε επίσης ειδικό βραβείο για τις εξέχουσες υπηρεσίες της στην επιστημονική εκπαίδευση από τον ASE, το 2001. Το 2008 της απονεμήθηκε από κοινού με τον Guillermo Fern?ndez de la Garza, το Διεθνές Βραβείο Purkwa "για τον επιστημονικό εγγραμματισμό των παιδιών του πλανήτη".
Pierre Léna
Ο αστροφυσικός Pierre Lena έχει υπάρξει καθηγητής της Φυσικής και Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Paris VII (τώρα Πανεπιστήμιο Paris Diderot). Συνεργαζόμενος με το Αστεροσκοπείο του Παρισιού, έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της υπέρυθρης Αστρονομίας, καθώς και στη σχεδίαση του Ευρωπαϊκού Μεγάλου Τηλεσκοπίου (VLT) στη Χιλή, και των νέων μεθόδων απεικόνισης που εφαρμόζονται στην αστρονομία (προσαρμοσμένη οπτική και διασυμβολομετρία). Υπήρξε Διευθυντής στο μεταπτυχιακό πανεπιστημιακό τμήμα στη σχολή της Αστρονομίας και Αστροφυσικής της περιφέρειας του Παρισιού. Έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών το 1991 και αργότερα μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας και της Παπικής Ακαδημίας Επιστημών. Η ανάμειξή του στη σχολική εκπαίδευση, ξεκίνησε όταν έγινε Πρόεδρος του Γαλλικού Εθνικού Ινστιτούτου για την Παιδαγωγική Έρευνα (1991-1997) όπου και ασχολήθηκε με ζητήματα σχετικά με την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην Επιστήμη. Όταν ο βραβευμένος με Νόμπελ (1992) George Charpak, αποφάσισε να προτείνει μια ευρεία μεταρρύθμιση της επιστημονικής εκπαίδευσης στα γαλλικά δημοτικά σχολεία, ο Pierre Lena μαζί με τον φυσικό Yves Quere έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών, μέλη της οποίας ήταν οι τρεις αυτοί επιστήμονες, υποστήριξε πλήρως αυτό το παιδαγωγικό κίνημα. Με τον τρόπο αυτό ιδρύθηκε το διερευνητικό πρόγραμμα εκπαίδευσης με τίτλο: La main a la p?te. Το εν λόγω πρόγραμμα είχε μικρό αντίκτυπο αρχικά στα γαλλικά σχολεία, προτού να αναγνωρισθεί επισήμως από το γαλλικό αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα το 2002. Στόχος του ήταν η ανάπτυξη σχολικών επιστημονικών διαδικασιών που εφαρμόζονται στη σχολική τάξη. Το πρόγραμμα επεκτάθηκε διεθνώς μετά το 2000 (www.lamap.fr). Το 2006, το πρόγραμμα, υποστηριζόμενο από την Ακαδημία, άρχισε να επεκτείνεται στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, στο πλαίσιο ειδικής σύμβασης με το Υπουργείο Παιδείας. Η επιτυχία των εγχειρημάτων αυτών στην εκπαίδευση, οδήγησε την Ακαδημία να ιδρύσει στο τέλος του 2005 ένα ειδικό μόνιμο γραφείο, (Delegation a l'education et la formation) με σκοπό να διευθύνει τα προγράμματα αυτά, τα οποία επεκτάθηκαν και συμπεριέλαβαν την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις νέες απόψεις. Ο ρόλος της Ακαδημίας περιοριζόταν στο να προσφέρει γνώμες και συμβουλές στα κυβερνητικά στελέχη που συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Ο Pierre Lena διεύθυνε την Επιτροπή αυτή ως το 2006. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν 20 έως 30 στελέχη, όλα αφοσιωμένα στην επιστημονική εκπαίδευση, τη διεθνή συνεργασία και την ερευνητική δραστηριότητα. Κάθε χρόνο η Ακαδημία εκδίδει βιβλία και άλλο υλικό και οργανώνει εκπαιδευτικές συναντήσεις ενώ προσφέρει συμβουλές σε διάφορα υπουργεία. www.academie-sciences.fr/enseignement/generalites.htm
Robin Millar
Ο Robin Millar είναι Ομότιμος Καθηγητής στην έδρα της Επιστημονικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του York, στην Αγγλία. Αποφοίτησε από το τμήμα της Φυσικής και έλαβε το Διδακτορικό του στην Ιατρική Φυσική και στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στη διδακτική. Δίδαξε για μία οκταετία φυσική σε σχολεία προτού μετακινηθεί στο Πανεπιστήμιο του York το 1982, ως Λέκτορας στο τμήμα της Επιστημονικής Εκπαίδευσης. Διδάσκει στο Τμήμα Εκπαιδευτικών Σπουδών στο York σε προπτυχιακό επίπεδο, στην αρχική κατάρτιση εκπαίδευσης (PGCE) των νέων εκπαιδευτικών στον τομέα της επιστήμης και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα. Παράλληλα επιβλέπει τις εργασίες των εκπαιδευόμενων εκπαιδευτικών που συνεχίζουν τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Έχει συγγράψει άρθρα και έχει εκδώσει εργασίες, σχετικές με πολλά ζητήματα που αφορούν τη διδασκαλία και τη μαθησιακή διαδικασία της επιστήμης, και το ενδιαφέρον του εστιάζεται κυρίως στους εξής τομείς: στη μαθησιακή διαδικασία της επιστήμης, στον σχεδιασμό του αναλυτικού προγράμματος και την ανάπτυξη της επιστήμης και ειδικότερα στις επιπτώσεις του επιστημονικού αλφαβητισμού στα αναλυτικά προγράμματα και τη διδασκαλία, καθώς και στη σχέση ανάμεσα στην έρευνα και την πρακτική εφαρμογή της διδακτικής παρέμβασης της επιστήμης. Έχει διευθύνει μείζονα ερευνητικά προγράμματα που αφορούν τη διερευνητική πρακτική στο πλαίσιο της επιστήμης. Από την περίοδο1999-2004, υπήρξε ο συντονιστής του Ερευνητικού Δικτύου Πρακτική Βάση Αποδείξεων στην Επιστημονική Εκπαίδευση (EPSE), επιχορηγούμενο από το Συμβούλιο Οικονομικής και Κοινωνικής Έρευνας του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Δίκτυο αυτό έφερε εις πέρας τέσσερα διασυνδεδεμένα προγράμματα που στόχευαν στην αναζήτηση μεθόδων βελτίωσης της επίδρασης της έρευνας στην πρακτική της επιστημονικής εκπαίδευσης. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα μείζονα προγράμματα που αφορούν την εξέλιξη και αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων. Υπήρξε μέλος των διευθυντικών και συγγραφικών ομάδων για το Salters' GCSE Science (Γενικό Απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης) και της Συμβουλευτικής Επιτροπής για το Salters Horners A-level εξετάσεων στη Φυσική και συνεργάστηκε στην ανάπτυξη ενός καινοτόμου μαθήματος στο πλαίσιο του AS-level με την ονομασία Η Εκλαΐκευση της Επιστήμης και της Γνώσης και η Επιστήμη του 21ου Αιώνα στο πλαίσιο του GCSE. Υπήρξε μέλος της ομάδας του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εργαστήρι για τη Διδακτική της Επιστήμης την περίοδο 1996-2000 και μέλος της Ομάδας Ειδικών Επιστημόνων για τον ΟΟΣΑ (OECD) στο Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών (PISA) από το 2003-2006. Υπήρξε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ερευνητικής Ένωσης για την Επιστημονική Εκπαίδευση (ESERA) την περίοδο 1999-2003 και είναι επί του παρόντος μέλος της Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής του Ινστιτούτου Leibniz, για την Επιστημονική Εκπαίδευση (IPN), το ηγετικό κέντρο για την έρευνα στη διδασκαλία και ανάπτυξη της επιστήμης στη Γερμανία. http://www.york.ac.uk/depts/educ/people/MillaR.htm
Michael J. Reiss
Ο Καθηγητής Michael Reiss κατέχει την έδρα της Επιστημονικής Εκπαίδευσης στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Είναι επίσης Αναπληρωτής Διευθυντής στο Κέντρο για τη Μετάδοση της Έρευνας, της Συμβουλευτικής και της Γνώσης. Είναι απόφοιτος των Φυσιογνωστικών Επιστημών και υποστήριξε το Διδακτορικό στη συμπεριφορά των ζώων και την εξελικτική βιολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, όπου συνέχισε και τη μεταδιδακτορική του εξειδίκευση. Εξειδικεύτηκε παράλληλα στον τομέα της Διδακτικής και δίδαξε ως εκπαιδευτικός φυσικές επιστήμες επί μια πενταετία (κυρίως βιολογία) σε σχολεία του δημόσιου τομέα, προτού να επιστρέψει στην ανώτερη εκπαίδευση το 1998. Το ενδιαφέρον του στην διδασκαλία της Επιστήμης εστιάζεται στους σκοπούς της Διδακτικής της Επιστήμης, τη σχεδίαση των σχολικών προγραμμάτων και των παραγόντων αυτών που επηρεάζουν τους μαθητές, ώστε να επιλέγουν την επιστήμη για τις σπουδές τους. Έλαβε πολλές ερευνητικές επιχορηγήσεις από μια ευρεία κλίμακα χορηγών και είναι συγγραφέας και συν-συγγραφέας διαφόρων βιβλίων που αφορούν την εκπαίδευση της φύσης της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων και μερικών που αφορούν σε δεοντολογικά και ηθικά ζητήματα, τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, την εξέλιξη και μάθηση της επιστήμης εκτός της τάξης. Ο Michael Reiss υπήρξε Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Βιολογίας (1994-97). Ήταν Μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τα Καινοτόμα Τρόφιμα και Διαδικασίες (1998-2001), Πρόεδρος της Εξωτερικής Συμβουλευτικής Ομάδας Δεοντολογίας του Οργανισμού EuropaBio, Ειδικός Σύμβουλος στη Βουλή των Λόρδων (2001-02) της Επιτροπής για τη χρησιμοποίηση των ζώων στις Επιστημονικές Διαδικασίες. Εργάστηκε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Kristianstad (2002) και ως Διευθυντής Εκπαίδευσης στη Βασιλική Εταιρεία (2006-08). Επί του παρόντος είναι Αντιπρόεδρος της Βρετανικής Επιστημονικής Ένωσης, Διευθύνoν στέλεχος του Κέντρου της Διδακτικής της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Επίτιμος Επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Birmingham και του York, Επίτιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, Διευθυντής του Προωθημένου Προγράμματος Βιολογίας στο ίδρυμα Salters-Nuffield, μέλος του Συμβουλίου Πρόνοιας Εκτρεφόμενων Ζώων και εκδότης του εντύπου Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση. Είναι Τακτικό Μέλος της Εταιρείας της Βιολογίας και της Βασιλικής Εταιρείας Τεχνών και Επίτιμο Μέλος της Βρετανικής Επιστημονικής Ένωσης και του Κολεγίου των Εκπαιδευτικών. www.reiss.tc.
Patricia Rowell
Η Patricia Rowell είναι Ομότιμος Καθηγήτρια στο τμήμα της Εκπαίδευσης στις Φυσικές Επιστήμες, στο Πανεπιστήμιο της Alberta στον Καναδά. Το ενδιαφέρον της έρευνάς της εστιάζεται στην αναμόρφωση του Σχολικού Αναλυτικού Προγράμματος, στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στον ρόλο που κατέχει η γλώσσα στη σχολική επιστήμη. Κατά την περίοδο 2001-2, ήταν Καθηγήτρια στον τομέα της έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Alberta. Αποφοίτησε από το τμήμα της Βιοχημείας στο University College του Λονδίνου και συνέχισε το μεταπτυχιακό της στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (Msc) και το διδακτορικό στην Εκπαίδευση στις Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Alberta. Έχει συμμετάσχει σε προγράμματα επιστημονικής εκπαίδευσης στην Ουγκάντα, τη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια, τη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και την Κίνα. Εργάστηκε ως επισκέπτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μποτσουάνα για δύο χρόνια, μέσω χρηματικής επιχορήγησης από την Καναδική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης (CIDA) όπου, εκτός των εκπαιδευτικών της καθηκόντων, υπήρξε υπεύθυνη των καινοτόμων ποιοτικών δράσεων στο σχολικό πλαίσιο. Για μια διετία υπηρέτησε ως Ανώτερη Τεχνική Σύμβουλος στην Κυβέρνηση της Ναμίμπια, με στόχο την αναβάθμιση του αναλυτικού σχολικού προγράμματος, σε σχέση με την επιστήμη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στη συνέχεια, ως Διευθύντρια του Προγράμματος Εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στο πλαίσιο του κοινού προγράμματος του Πανεπιστημίου της Alberta και της υπηρεσίας CIDA, εργάστηκε στη Ναμίμπια σε στενή συνεργασία με τα Κολέγια της Ναμίμπια στα προγράμματα της επιστημονικής εκπαίδευσης. Η συνεισφορά της στα επιχορηγούμενα από τη CIDA προγράμματα αναβάθμισης του ρόλου των εκπαιδευτικών στην Ουγκάντα και την Κίνα γίνεται αισθητή στην παρουσίαση ειδικών μαθημάτων, εργαστηρίων, και εκπαιδευτικού υλικού και την επίβλεψη των εργασιών των μεταπτυχιακών φοιτητών. Σε συνεργασία με την Κινέζα Καθηγήτρια Wei Yu εξέδωσε ένα εγχειρίδιο, προοριζόμενο για τους Κινέζους διδασκάλους της διδακτικής της επιστήμης, το οποίο είχε ευρύτατη απήχηση. Ευρύτατη απήχηση επίσης είχε και το εκπαιδευτικό υλικό που προετοίμασε για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το οποίο προοριζόταν για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση της Ναμίμπια, του Ανατολικού Ακρωτηρίου (Ν. Αφρική) και της Δυτικής Κίνας. Ως μέλος της Ομάδας Εργασίας για την Επιστημονική Εκπαίδευση της δια-ακαδημαικής Επιτροπής, συνεργάστηκε με διεθνή ομάδα εκπαιδευτικών και ακαδημαϊκών για την προώθηση του προγράμματος της διερευνητικής μάθησης (IBSE) στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μετά από πρόσκληση της χιλιανής κυβέρνησης και σε συνεργασία με τους Καθηγητές Harlen και L?na, ορίστηκε μέλος της διεθνούς ομάδας αξιολόγησης του προγράμματος της διερευνητικής μάθησης, που ενσωματώθηκε στο αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα της Χιλής. Συνεργάζεται επίσης με το Ερευνητικό Κέντρο για τη Μαθησιακή διαδικασία της Επιστήμης, στο Νοτιοανατολικό Πανεπιστήμιο στην Nanjing, ένα σχέδιο που αποτελεί επί του παρόντος τη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην επιστημονική προσέγγιση, για ολόκληρη την Κίνα.
Yu Wei
Η γεννημένη στην Κίνα Καθηγήτρια Wei Yu, έχει διδακτορικό στην Ηλεκτρονική Μηχανική από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Άαχεν, στη Γερμανία. Μετά τις πρώτες σπουδές της στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Nanjing της Κίνας, το 1965, έγινε ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής (NIT). Είναι μια από τις πρώτες γυναίκες ερευνήτριες που επιλέχθηκε το1979 για περαιτέρω σπουδές στην Δυτική Γερμανία, και είναι η πρώτη γυναίκα με Διδακτορικό (Phd) στην Νέα Κίνα. Μετά την επιστροφή της στην Κίνα, ίδρυσε το Τμήμα Βιοιατρικής Μηχανικής και το Εργαστήριο Μοριακής και Βιομοριακής Ηλεκτρονικής (LMBE) στο Νοτιοανατολικό Πανεπιστήμιο. Από το 1984 έως το 1993 υπήρξε Διευθύντρια του Εργαστηρίου Μοριακής και Βιομοριακής Ηλεκτρονικής (LMBE) και Πρόεδρος του Νοτιοανατολικού Πανεπιστημίου. Έχει λάβει τιμητικούς τίτλους από οκτώ πανεπιστήμια εκτός της Κίνας. Στη διάρκεια της μακράς της καριέρας ως καθηγήτριας και ερευνήτριας στην ηλεκτρονική, τα σημαντικά της επιτεύγματα περιελάμβαναν την ανάπτυξη της βιο-ηλεκτρονικής και της γειωμένης μοριακής και βιο-μοριακής ηλεκτρονικής. Συνέβαλε σημαντικά στη μεταρρύθμιση στην Κίνα την περίοδο 1993-2002, για την ανώτατη παιδεία και τη μάθηση εξ αποστάσεως, μια περίοδο που η ίδια διετέλεσε υφυπουργός στο Υπουργείο Παιδείας. Από το 1994 έως το 2002, υπήρξε μέλος του ICSU-CCBS (Διεθνές Συμβούλιο Επιστημονικών Ενώσεων-Επιτροπή Ανάπτυξης Δυνατοτήτων για την Επιστήμη). Από το 2001 η Wei Yu έχει συγκροτήσει μια νέα διεπιστημονική έρευνα στην Κίνα -σχετικά με την Επιστήμη της Μάθησης και των συνόρων της με τη Σκέψη, τον Εγκέφαλο και την Εκπαίδευση- γεφυρώνοντας έτσι τις νευροεπιστήμες με την εκπαίδευση. Παράλληλα, εισήγαγε ένα πρόγραμμα, τη Μάθηση μέσα από την Πράξη, που βασίζεται στη διερευνητική προσέγγιση της επιστημονικής εκπαίδευσης στην Κίνα, καθώς και τον δικτυακό ιστότοπο www.handsbrain.com. Για τη συνεισφορά της στο πρόγραμμα Μάθηση μέσα από την Πράξη, και τις καινοτόμες πρακτικές στην επιστημονική εκπαίδευση, η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών και η Σχολή Μεταλλειολόγων του Saint-Etienne τής απένειμε το βραβείο Purkwa το 2006. Το 2007/8 ήταν η πρόεδρος της επιτροπής για την αναθεώρηση των Εθνικών Κριτηρίων Επιστημονικής Εκπαίδευσης των Δημοτικών Σχολείων της Κίνας, την οποία έκθεση παρουσίασε στο υπουργείο παιδείας στο τέλος του 2009.
Μετάφραση: ·Λαοκρατία Λάκκα
Λαοκρατία Λάκκα
Τιμολέων Χατζηιωάννου
Επιμέλεια: · Wynne Harlen
Wynne Harlen
Η Καθηγήτρια Wynne Harlen μετά την αποφοίτησή της από το Φυσικό τμήμα της Οξφόρδης, κατείχε διάφορες θέσεις ως εκπαιδευτικός, ως σύμβουλος Εκπαίδευσης και ως Ερευνήτρια στην επιστημονική εκπαίδευση και αξιολόγηση. Το 1985, το έτος που αποτέλεσε την αφετηρία για την εισαγωγή της Επιστήμης στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, ανέλαβε τη θέση της Καθηγήτριας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Υπήρξε μέλος της ομάδας εργασίας της γραμματείας του Υπουργείου Εσωτερικών για την επιστήμη, η οποία εισήγαγε το πρώτο προσχέδιο του Εθνικού Αγγλικού αναλυτικού σχολικού Προγράμματος. Το ίδρυμα Gatsby της προσέφερε γενναία χρηματική επιχορήγηση, με σκοπό να δημιουργήσει στο Λίβερπουλ ένα Κέντρο για την Έρευνα και Ανάπτυξη της Επιστήμης της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, το οποίο εξακολουθεί να είναι ενεργό. Υπήρξε υπεύθυνη διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων, σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση και την αναμόρφωση και ανάπτυξη των αναλυτικών προγραμμάτων. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και το κοινό πρόγραμμα του Λίβερπουλ και του King's, SPACE (Επιστημονικές Διαδικασίες και Διερεύνηση Εννοιών), στο οποίο συνεργάζεται με τον Paul Black, στο οποίο βασίστηκε η έκθεση της έρευνας SPACE και το εκπαιδευτικό υλικό για την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Επιστήμη του ιδρύματος Nuffield. Το 1990 μετακινήθηκε στο Εδιμβούργο, όπου προσλήφθηκε ως Διευθύντρια του Συμβουλίου για την Έρευνα στην Εκπαίδευση, της Σκωτίας. Από το 1999 είναι επισκέπτης Καθηγήτρια της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται στην πατρίδα της τη Σκωτία. Η Wynne Harlen έχει υπάρξει επί μακρόν μέλος (τώρα πια ως επίτιμο μέλος), του Οργανισμού για την Επιστημονική Εκπαίδευση του Ηνωμένου Βασιλείου (ASE), ο οποίος επιμελήθηκε την έκδοση του περιοδικού ''Primary Science Review'' για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση (1999-2004), και του οποίου ήταν η Πρόεδρος το 2009. Υπήρξε πρόεδρος της Επιστημονικής Ομάδας Εμπειρογνωμόνων, (1998-2003) για τον διεθνή διαγωνισμό PISA, (Program International of Students Assessment) του ΟΟΣΑ (OECD) και της ομάδας εργασίας της Βασιλικής Εταιρείας στο πρόγραμμα (Εθνική Αναφορά για την Επιστημονική και Μαθηματική Εκπαίδευση 5-14). Επί του παρόντος, είναι πρόεδρος στο πρόγραμμα Εκπαίδευσης της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Ακαδημιών της Επιστήμης. Το 1991, η Βασίλισσα της Αγγλίας της απένειμε το βραβείο OBE για τις υπηρεσίες της στην εκπαίδευση και της δόθηκε επίσης ειδικό βραβείο για τις εξέχουσες υπηρεσίες της στην επιστημονική εκπαίδευση από τον ASE, το 2001. Το 2008 της απονεμήθηκε από κοινού με τον Guillermo Fern?ndez de la Garza, το Διεθνές Βραβείο Purkwa "για τον επιστημονικό εγγραμματισμό των παιδιών του πλανήτη".
Έκδοση: Απρίλιος 2013 από "Δίαυλος"
Σελ.:135 (21χ14), Μαλακό εξώφυλλο, ISBN: 960-531-297-2
Θέμα: "Φυσικές επιστήμες - Σπουδή και διδασκαλία"
Η έκθεση που παρουσιάζεται στο βιβλίο, είναι προϊόν της εργασίας μιας ομάδας δέκα επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων διεθνούς κύρους, με αντικείμενο τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών στο σχολείο. Η επεξεργασία της έκθεσης έγινε προ και κατά τη διεξαγωγή ενός σεμιναρίου στο Loch Lomond της Σκωτίας, τον Οκτώβριο του 2009 και σκοπό είχε να προσδιορίσει τις αρχές πάνω στις οποίες θα πρέπει να θεμελιώνεται η εκπαίδευση των μαθητών στις φυσικές επιστήμες, στη διάρκεια της σχολικής μαθητείας τους.
Στην έκθεση υποστηρίζεται η άποψη, ότι οι μαθητές πρέπει να βοηθούνται ώστε να κατανοήσουν τις "μεγάλες ιδέες" της επιστήμης, όπως και τις ιδέες για τη φύση της επιστήμης, έτσι ώστε να καταστούν ικανοί να αντιλαμβάνονται τις διάφορες επιστημονικές πλευρές του κόσμου γύρω τους, με απώτερο σκοπό να μπορούν να συμμετέχουν μελλοντικά, σωστά πληροφορημένοι, στις αποφάσεις για τις εφαρμογές της επιστήμης.
Η κατανόηση αυτή απαιτεί από τους μαθητές να έχουν ενδιαφέρουσες μαθησιακές εμπειρίες, οι οποίες προάγουν την εμπλοκή τους σε αυτές, επειδή ακριβώς είναι σχετικές με τη ζωή τους. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο η συγκεκριμένη έκθεση του σεμιναρίου εξετάζει τη σταδιακή πορεία από τις μικρές ιδέες, που αφορούν συγκεκριμένα γεγονότα, φαινόμενα και αντικείμενα προς τις πιο αφηρημένες και ευρέως εφαρμόσιμες ιδέες, καθώς επίσης εξετάζει και τις σημαντικές πλευρές της απαραίτητης παιδαγωγικής προσέγγισης που θα υποστηρίξει την πορεία αυτή.